σκοινάς

σκοινάς
ὁ, Ν
βλ. σχοινάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχοινάς — Πεδινός οικισμός (552 κάτ., υψόμ. 10) στην επαρχία Ημαθίας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αλεξάνδρειας. * * * ο / σχοινᾱς, ᾱ, ΝΜΑ, και σκοινάς Ν [σχοινίον] αυτός που πλέκει, που συστρέφει σχοινιά νεοελλ. ο πωλητής σκοινιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”